τσοπάνης

τσοπάνης
τσοπάνης, ο και τσοπάνος, ο και τσόπανος, ο
πληθ. -άνηδες και -αναραίοι, θηλ. και -ισσα (λ. τουρκ.), βοσκός, ποιμένας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • βλαχοποιμήν — ο σκηνίτης τσοπάνης των βουνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + ποιμήν. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

  • κτηνοφύλακας — ο φύλακας ζώων, βοσκός, τσοπάνης …   Dictionary of Greek

  • Βον Γουίλιαμς, Ραλφ — (Ralph Vaughan Williams, Ντον Άμπνεϊ, Γκλόουστερσαϊρ 1872 – Λονδίνο 1958). Βρετανός συνθέτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και τελειοποίησε τις σπουδές του στο Βερολίνο με τον Μαξ Μπρουχ και στο Παρίσι με τον Μορίς Ραβέλ. Ήταν οργανίστας στην εκκλησία… …   Dictionary of Greek

  • cioban — CIOBÁN, ciobani, s.m. 1. Persoană care paşte, păzeşte şi îngrijeşte oile; păstor, păcurar. ♦ Proprietar de oi; baci. 2. Compus: ciobanul cu oile = numele unei constelaţii din emisfera boreală; lira. – Din tc. çoban. Trimis de IoanSoleriu,… …   Dicționar Român

  • ţop — interj. 1. Exclamaţie care însoţeşte o săritură, o mişcare bruscă sau (rar) care sugerează o cădere. 2. Exclamaţie care se rosteşte la sosirea cuiva sau la intervenţia neaşteptată a cuiva. ♦ Cuvânt care exprimă o schimbare subită de atitudine, de …   Dicționar Român

  • βοσκός — ο ποιμένας, τσοπάνης: Ο βοσκός ζει όλη μέρα απομονωμένος με το κοπάδι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιδοβοσκή — η τόπος κατάλληλος για βοσκή γιδιών: Ο τσοπάνης έψαχνε να βρει τις κατάλληλες γιδοβοσκές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμαράς — ο άνθρωπος της πένας, γραφιάς: Εγώ είμαι καλαμαράς, δεν είμαι τσοπάνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”